εγκατοίκηση

εγκατοίκηση
[-ις (-εως)] η устройство на жительство, поселение (где-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εγκατοίκηση" в других словарях:

  • εγκατοίκηση — η εγκατάσταση σ έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

  • ενοίκηση — η (AM ἐνοίκησις) [ενοικώ] 1. εγκατάσταση, εγκατοίκηση, διαμονή σ έναν τόπο («οὐ γὰρ διὰ τὴν παράνομον ἐνοίκησιν αἱ ξυμφοραὶ γενέσθαι τῇ πόλει» επειδή οι συμφορές στην πόλη δεν προήλθαν από την παράνομη εγκατάσταση, Θουκ.) 2. δικαίωμα κατοχής… …   Dictionary of Greek

  • ενοικείωσις — ἐνοικείωσις, η (Μ) [ενοικειώ] διαμονή σ έναν τόπο, εγκατοίκηση, εγκατάσταση, διαμονή κάπου …   Dictionary of Greek

  • προσενοίκησις — ήσεως, ἡ, Α συγκατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνοίκησις «εγκατοίκηση, διαμονή σ έναν τόπο»] …   Dictionary of Greek

  • μετενσάρκωση — η η μετά θάνατο εγκατοίκηση μιας ψυχής σε ένα νέο σώμα, η μετεμψύχωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»